πινακογραφία

πινακογραφία
η, ΝΜΑ
η ζωγραφική σε κινητό ξύλινο πίνακα
αρχ.
η εικονογράφηση, η κατασκευή γεωγραφικού χάρτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίναξ, -ακος + -γραφία*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πινακογραφία — πινακογραφίᾱ , πινακογραφία drawing of maps fem nom/voc/acc dual πινακογραφίᾱ , πινακογραφία drawing of maps fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πινακογραφίαν — πινακογραφίᾱν , πινακογραφία drawing of maps fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… …   Dictionary of Greek

  • πινακογραφικός — ή, όν, ΜΑ [πινακογραφία] αυτός που μοιάζει με γεωγραφικό πίνακα, με χάρτη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”